- νίψιμο
- το (Μ νίψιμον)νεοελλ.πλύσιμο τού προσώπου και τών χεριών με νερόμσν.1. νερό για πλύσιμο προσώπου και χεριών2. καλλωπισμός προσώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω, πρβλ. αόρ. ἔ-νιψ-α, + κατάλ. -ιμο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίψιμο — το πλύση χεριών και προσώπου: Τα μικρά αποφεύγουν το νίψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νίμμα — νίμμα, τὸ (Α, Μ και νίμμαν) νερό για νίψιμο, για πλύσιμο, ιδίως τών χεριών αρχ. 1. (ως ψόγος) ξέπλυμα, απόπλυμα 2. φρ. «νίμμα προσώπου» α) πλύσιμο τού προσώπου, νίψιμο β) καλλυντικό για το πρόσωπο, μυραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. μα (πρβλ … Dictionary of Greek
απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… … Dictionary of Greek
δυσέκνιπτος — δυσέκνιπτος, ον (Α) αυτός που αποβάλλεται δύσκολα με το νίψιμο … Dictionary of Greek
κατάνιμμα — κατάνιμμα, τὸ (Α) [κατανίπτω] το νερό που χύνεται για νίψιμο («ἐθεράπευον τὸ σῶμα διά... κατανιμμάτων», Αθήν.) … Dictionary of Greek
λαβομάνο — το είδος νιπτήρα με λεκάνη και δοχείο νερού για νίψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava mano] … Dictionary of Greek
λεγένι — το 1. η λεκάνη για νίψιμο, η λεκάνη τού νιπτήρα 2. παροιμ. «φτύνει σε χρυσό λεγένι» είναι πλούσιος, αλλά και άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leğen πιθ. < λεκάνη] … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek
νίπτρον — νίπτρον, τὸ (Α) 1. νερό για νίψιμο, για πλύσιμο 2. στον πληθ. νίπτρα το μέρος τής Οδύσσειας κατά το οποίο η τροφός, καθώς νίβει τα πόδια τού Οδυσσέα, τόν αναγνωρίζει 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Νίπτρα τίτλος τραγωδίας τού Σοφοκλέους με ήρωα τον… … Dictionary of Greek